γιορταστικός

γιορταστικός
-ή, -ό
ο εορταστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γιορταστικός — ή, ό αυτός που αρμόζει σε γιορτές: Γιορταστικό κλίμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… …   Dictionary of Greek

  • εορτάσιος — ἑορτάσιος, ον (Α) [εορτάζω] γιορταστικός, μεγαλοπρεπής …   Dictionary of Greek

  • εορταστικός — και γιορταστικός, ή, ό (AM εορταστικός, ή, όν) [εορτάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή νεοελλ. 1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου 2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών …   Dictionary of Greek

  • επίσημος — η, ο (AM επίσημος, ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος) 1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.) 2. σπουδαίος, σημαντικός 3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εφεόρτιος — ἐφεόρτιος, ον (Α) γιορταστικός, γιορτινός, χαρμόσυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑόρτιος (< ἑορτή), πρβλ. μεθ εόρτιος] …   Dictionary of Greek

  • Ταϊτή — Νησί του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού, σε 17° 45’ νότιο πλάτος και 149° 20’ δυτικό μήκος, το νοτιότερο και το πιο εκτεταμένο (1.042 τ. χλμ.) της συστάδας των Νησιών της Εταιρείας, στη Γαλλική Πολυνησία. Το έδαφός της διαρθρώνεται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • γιορτινός — ή, ό 1. γιορτιάτικος: Φόρεσε τα γιορτινά της. 2. γιορταστικός: Γιορτινή ατμόσφαιρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιάνας — ο 1. ύμνος των αρχαίων Ελλήνων προς το θεό Απόλλωνα. 2. πολεμικός ή γιορταστικός ύμνος, εμβατήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανηγυρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο πανηγύρι ή γίνεται για τον εορτασμό, ο γιορταστικός: Πανηγυρική ατμόσφαιρα. 2. ο λαμπρός, ο επιδειχτικός: Πανηγυρική έναρξη των εργασιών της Βουλής, αλλ. πανηγυριάτικος, πανηγυρίσιος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”